σκίασμα — σκίασμα, το και σκιασμός, ο σκίαση, φωτοσκίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκίασμα — shadow cast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάσμα — το, Ν [σκιάζω (II)] σκιάξιμο, τρόμαγμα … Dictionary of Greek
σκιάσμασι — σκίασμα shadow cast neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάσματα — σκίασμα shadow cast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάσματι — σκίασμα shadow cast neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάσματος — σκίασμα shadow cast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
κωνοειδής — (Γεωμ.). Βλ. λ. κώνος (κωνοειδής). * * * ές (Α κωνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.) αρχ. 1. σύντομος, περιεκτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές το κωναριο(ν), η επίφυση τού εγκεφάλου. επίρρ...… … Dictionary of Greek
προσκίασμα — άσματος, τὸ, Μ 1. σκέπασμα, κάλυμμα για σκιά 2. μτφ. πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκίασμα] … Dictionary of Greek